- παρεκπροφεύγω
- παρ-εκ-προ-φεύγω, aor. subj. -φύγῃσιν: fig., elude the grasp, Il. 23.314†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
παρεκπροφεύγω — Α ξεφεύγω από κάποιον, από τα χέρια κάποιου, διαφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»] … Dictionary of Greek
παρεκπροφύγῃ — παρεκπροφεύγω flee forth from aor subj mp 2nd sg παρεκπροφεύγω flee forth from aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκπροφύγῃσιν — παρεκπροφεύγω flee forth from aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek